χαλκοκέραμος

χαλκοκέραμος
ὁ, Μ
(κατά την Ευδοκ.) «ἔδησαν αὐτὸν ἐν χαλκοκεράμῳ. Χαλκὸς δὲ κέραμος πόλις ἐστὶν οὕτω καλουμένη
ἢ εἶδός ἐστι δεσμοῦ δυσχεροῦς, ἀλύτου καὶ δυσαντήτου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + κέραμος (πρβλ. ῥυπο-κέραμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • ՊՂՆՁԱԽԵՑԻ — ( ) NBH 2 0654 Chronological Sequence: 6c ա.գ. χαλκοκέραμος chalcoceramus. Որ ինչ է ʼի պղնձոյ եւ ʼի խեցւոյ, կամ ունի զնոցին նմանութիւն. *Յաղադս թէ զիարդ խոցեալ լինի արէս, կամ որպէս ʼի պղնձախեցի զընդանեալ: Կապեցաւ ʼի պղնձախեցի. եւ պղնձախեցի՝ քաղաք …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”